- ξέχωσμα
- τοβλ. ξέχωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξέχωμα — και ξέχωσμα, το [ξεχώνω] 1. εξαγωγή ενός πράγματος βαθιά χωμένου στη γη 2. εκταφή νεκρού … Dictionary of Greek
εκταφή — η 1. το βγάλσιμο πτώματος από τον τάφο για νεκροψία, το ξεθάψιμο. 2. το βγάλσιμο των κοκάλων από τον τάφο. 3. μτφ., το ξεχώνιασμα πράγματος κρυμμένου κάπου, το ξέχωσμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξέχωμα — ξέχωμα, το και ξέχωσμα, το, ατος το αποτέλεσμα του ξεχώνω, ξεθάψιμο, ανακομιδή οστών νεκρού, εκταφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)